Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η πάρολκος

См. также в других словарях:

  • πάρολκος — ο, ΝΑ [παρέλκω] ναυτ. χοντρό σχοινί με το οποίο ρυμουλκούνται πλοία ή άλλα πλωτά μέσα από την ξηρά ή από πλοίο που βρίσκεται στην παραλία ή στην όχθη ποταμού, ή λίμνης ή διώρυγας, κν. γεντέκι νεοελλ. 1. πρόσθετος ολκός μεγάλης κεραίας που… …   Dictionary of Greek

  • παρόλκῳ — πάρολκος tow rope masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόλκιον — τὸ Α [πάρολκος] υποκορ. τού πάρολκος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»